Αναπηρίες

Ο ορισμός της αναπηρίας αποτελεί και την οπτική προσέγγιση της καθε κοινωνίας που αποφασίζει να ορίσει, να συσχετίσει, να αναλύσει και να τοποθετήσει τα προβλήματα που απορρέουν απο την αναπηρία.

Έτσι λοιπόν, θα συναντήσουμε διάφορους ορισμούς ως προς το τι ειναι η «αναπηρία», χωρίς αυτο να σημαίνει πως ο ενας ορισμός έρχεται σε αντίθεση με τον άλλον ούτε ο ένας να συμπληρώνει τον άλλον, αντιθέτως ο κάθε επιστήμονας τοποθετεί και αναλύει την αναπηρία σύμφωνα με το δικό του επιστημονικό πεδίο και την κοινωνία στην οποία θέλει να αναγάγει τον ορισμό.

 Πολλοί από αυτούς  τους ορισμούς έχουν δοθεί είτε μέσω των ανθρωπιστικών επιστημών είτε απο τον χώρο της ιατρικής-βιολογίας.  

Συνεπώς τα μοντέλα προσέγγισης που επικρατούσαν εως και σήμερα είναι:  το ιατρικό και το κοινωνικό.

 

ΙΑΤΡΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ

Με βάση το ιατρικό μοντέλο,  οι ειδικές ανάγκες ( ή αναπηρίες)  ορίζονται ως η σωματική,  νοητική,  αισθητηριακή ή ψυχολογική απόκλιση από το «φυσιολογικό»,  απόκλιση η οποία μπορεί να οφείλεται σε ασθένεια,  ατύχημα ή άλλους ιατρικούς λόγους.

 Τη δεκαετία του 1980, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ)  στη διεθνή ταξινόμηση των «μειονεξιών», «ανικανοτήτων»  και της «αναπηρίας» (ICΙDH:  InternationalClassificationofImpairments, DisabilitiesandHandicaps, 1980)  ορίζει ως αναπηρία, “ οποιοδήποτε μειονέκτημα ενός συγκεκριμένου ατόμου, το οποίο προέρχεται από οργανική,  ψυχική ή λειτουργική διαταραχή,  και το οποίο μειονέκτημα περιορίζει ή εμποδίζει την εκπλήρωση ενός ρόλου που θεωρείται φυσιολογικός για το άτομο αυτό σε σχέση με την ηλικία,  το φύλο του και τις ισχύουσες κοινωνικές και πολιτισμικές παραμέτρους”.

 Με βάση τον ορισμό της ΠΟΥ το άτομο που φέρει την αναπηρία είναι και το άτομο που υφίσταται  τους λειτουργικους περιορισμούς, καθώς άλλοι περιορισμοί ενδεχομένως να επιδέχονται την ιατρική παρέμβαση και άμεση ή έμμεση αποκατάσταση, υπαρχουν όμως και άλλοι περιορισμοι που αφαιρούν απο το άτομο την ικανότητα να συμμετέχει σε όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης ζωής του.

 Η παραπάνω τοποθέτηση δεν λαμβάνει υπόψιν οτι το άτομο με αναπηρία βρίσκεται σε μια συνεχή αλληλεπίδραση με το περιβάλλον του.

 

ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ

Tο κοινωνικό μοντέλο, αντίθετα με το ιατρικό, τοποθετεί την αναπηρία ως μείζον κοινωνικό ζήτημα. Το κοινωνικό μοντέλο τοποθετέι στο επίκεντρο της προσέγγισης του την κοινωνία στην οποία ζούν τα άτομα που φέρουν  την αναπηρία, δίνοντας ελάσσονα σημασία για τα προσωπικά χαρακτηριστικά που φέρει ο κάθε ανάπηρος. Συνεπώς το κοινωνικό μοντέλο προσπαθεί να επιτύχει τον ορισμό της αναπηρίας μέσω της κοινωνίας που δείχνει αδύναμη να μπορέσει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις και στις προσδοκίες  των πολιτών της με εμφανείς ή οχι αναπηρίες.

Ενω απο την άλλη πλευρά, σε αντίθεση με το ιατρικό μοντέλο, αδιαφορεί για οποιαδήποτε χαρακτηριστικά που οφέιλονται είτε στην βλάβη είτε στον λειτουργικό αποκλεισμό. Τέλος στην τελική διαμόρφωση του ορισμού της αναπηρίας το κοινωνικό μοντέλο δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα  στις αξίες και στους άγραφους κανόνες που διέπουν την εκάστοτε κοινωνία που αποδίδεται ο ορίσμός.

Το μεγάλο μειονέκτημα του παραπάνω ορισμού είναι οτι δίνει μεγάλη σημασία στην διάκριση και προκατάληψη, στοιχεία τα που δεν λαμβάνει καθόλου υπόψιν του το ιατρικό μοντέλο.

Σε αντίθεση με τα παραπάνω, ο όρος «ανάπηρος» οπως εχει παραμείνει και χρησιμοποιείται σύμφωνα με τον  Ο.Η.Ε. (1975), αναφέρεται σε οποιοδήποτε άτομο που δεν μπορεί να εξασφαλίσει μόνο του όλες ή ένα μέρος από τις ανάγκες μιας φυσιολογικής, ατομικής ή και κοινωνικής ζωής λόγω κάποιου εκ γενετής ή επίκτητου σωματικού ή διανοητικού μειονεκτήματος.

Συνεπώς, οι αναπηρίες ταξινομούνται σε τέσσερα πεδία:

Ø  αισθητηριακές

Ø  κινητικές

Ø  νοητικές 

Ø  συναισθηματικές

Επιπλέον οι αναπηρίες διακρίνονται ως προς τη χρονική στιγμή εκδήλωσης τους:

1.      σε εκείνες με τις οποίες το άτομο τις φέρνει κατα την στιγμή της γέννησης του.

2.       και στις αναπηρίες με μεταβλητό παράγοντα τον χρόνο εκδηλωσείς τους, που οφείλονται είτε  σε κληρονομική αιτία είτε σε  ασθένειες είτε σε  τροχαίο ή άλλο ατύχημα.

Συνεπώς η μειονεξία του αναπήρου, άσχετα από την μορφή και τον χρόνο που εκδηλώνεται, προκαλεί μερική ή ολική απώλεια της ικανότητας του ατόμου να καλύπτει τις ανάγκες του.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, η έννοια του όρου «ανάπηρος» προσδίδεται οταν το ατομο ανήκει σε μια απο τις παρακάτω κατηγορίες:

Ø  νοητική υστέρηση,

Ø  αισθητηριακές αναπηρίες ακοής και όρασης,

Ø  κινητικές αναπηρίες,

Ø  με χρόνια προβλήματα υγείας,

Ø   με διαταραχές λόγου και ομιλίας,

Ø  με ειδικές μαθησιακές δυσκολίες,

Ø   με διαταραχή ελλειμματικής προσοχής με ή χωρίς υπερκινητικότητα,

Ø  με διάχυτες αναπτυξιακές διαταραχές,

Ø  με ψυχικές και νευροψυχικές διαταραχές, με πολλαπλές αναπηρίες,

Ø  με σύνθετες γνωστικές, κοινωνικές και συναισθηματικές δυσκολίες στην παραβατική συμπεριφορά.